μέμβρινος

μέμβρινος
μέμβρινος και βέβρινος και μέμπρινος, -ίνη, -ον (Μ)
1. κατασκευασμένος από μεμβράνα, από περγαμηνή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ βέβρινον
η περγαμηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμβράνα + κατάλ. -ινος. Ο τ. βέβρινος με ανομοιωτική αποβολή τού δεύτερου -μ- και αφομοιωτική τροπή τού πρώτου μ- σε β-. Ο τ. μέμπρινος πιθ. κατ' επίδραση τού λατ. membrana].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”